-
1 больной
больи||ой1. прил ἀσθενής, ἄρρωστος, > πάσχων2. прил перен ἄρρωστος, ἀρρωστημένος:\больнойо́е воображение ἡ ἀρρωστη φαντασία; \больной вопрос τό φλεγον ζήτημα;3. м ὁ ἀσθενής, ὁ ἄρρωστος:прием \больнойых ἡ ἐξέταση ἀσθενῶν; тяжелый \больной ὁ βαρειά ἀσθενής, ὁ σοβαρά ἀρρωστος; ◊ с \больной головы на здоровую погов. ρίχνω τήν εὐθύνη σέ ἄλλον, τά φορτώνω σέ ἀλλον. -
2 Retaliate
v. trans.See Requite.Rataliate the existing discredit upon those who created it: P. τὴν ὑπάρχουσαν αἰσχύνην εἰς τοὺς αἰτίους ἀπώσασθαι (Dem. 408).Retaliate upon, injure in return: P. and V. ἀντιδρᾶν κακῶς (τινά), P. ἀνταδικεῖν (τινά).absol., P. and V. ἀμύνεσθαι, ἀντιδρᾶν.Retaliate by returning evil for evil: P. κακῶς πάσχων ἀμύνεσθαι ἀντιδρῶν κακῶς (Plat., Crito, 49D).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Retaliate
-
3 Victim
subs.Sacrifice: P. and V. θῦμα, τό, σφάγιον, τό (generally pl.), Ar. and P. ἱερεῖον, τό, Ar. and V. σφαγεῖον, τό, V. θύος, τό, θυτήριον, τό, πρόσφαγμα, τό, χρηστήριον, τό.Animal for slaughter: Ar. and V. βοτόν, τό.Severed portions of victims: Ar. and P. τόμια, τά.met., the victim as opposed to the agent: P. and V. ὁ πάσχων.You will depart hence, the victim not of us, the laws, but of men: P. ἠδικημένος ἄπει... οὐχ ὑφʼ ἡμῶν τῶν νόμων ἀλλʼ ὑπʼ ἀνθρώπων (Plat., Crito, 54B).Be the victim (of misfortune, etc.), v.: P. also V. περιπίπτειν (dat.), ἐμπίπτειν (εἰς, acc.); see fall into.Be victim, as opposed to the agent: P. and V. πάσχειν.I was the victim of circumstances: P. ἡσσήθην τῇ τύχῃ.Be victim of malicious accusations: Ar. and P. συκοφαντεῖσθαι.An easy victim: V. εὐμαρὲς χείρωμα, τό (Æsch., Ag. 1326).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Victim
-
4 mustarip
ταραγμένος, πάσχων -
5 muztarip
ταραγμένος, πάσχων
См. также в других словарях:
πάσχων — πάσχω have pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χριστός πάσχων — Τίτλος βυζαντινού δράματος. Παλιά αποδιδόταν στον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, αλλά όπως αποδείχτηκε γράφτηκε κατά τον 11o ή 12o αι. και είναι έργο κάποιου λογίου. Αποτελείται από 2.640 στίχους, οι οποίοι είναι συρραφή στίχων αρχαίων ελληνικών… … Dictionary of Greek
κίνηση Χάιμλιχ — (Heimlich). Επείγουσα διαδικασία για να εκβληθεί ένα ξένο σώμα το οποίο φράσσει την αναπνευστική οδό ενός ατόμου και να αποκατασταθεί η αναπνοή. Η κίνηση προκαλεί τεχνητό βήχα, με την οποία ο παθών μπορεί να αποβάλει το αντικείμενο που φράσσει… … Dictionary of Greek
Христос страждущий — (Χριστός πάσχων, Christus patiens) греческая трагедия, изображающая историю страданий Спасителя при помощи средств античной драмы, в 2640 стихах (по большей части ямбических триметрах). Прежде эта трагедия приписывалась св. Григорию Назианзину,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Gregor [1] — Gregor (v. gr. Gregorĭos, d.i. der Wachsame, männlicher Name). I. Fürsten. A) Herzog von Benevent: 1) G., Neffe des longobardischen Königs Luitprand, folgte 733 auf Andelas u. regierte bis 740, s. Benevent (Gesch.). B) Hospodare [573] der Moldau … Pierer's Universal-Lexikon
Byzantinische Literatur — Byzantinische Literatur. Die b. L. umfaßt das Schrifttum der Griechen von Konstantin d. Gr. (324) bis zum Untergang des byzantinischen Reiches (1453); man pflegt jedoch die Zeit bis Justinian (527) als die Periode des Unterganges der Antike und… … Meyers Großes Konversations-Lexikon
Dodekasyllabischer Vers — Der dodekasyllabische Vers (griechisch: δωδεκασύλλαβος στίχος dodekasyllabos stíchos „zwölfsilbiger Vers“) oder Zwölfsilber ist ein iambischer Vers der mittelgriechischen Metrik. Es handelt sich um einen iambischen Vers der akzentuierenden Metrik … Deutsch Wikipedia
Χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του … Dictionary of Greek
δρώ — (AM δρῶ, άω) 1. αναπτύσσω δράση, ενέργεια 2. επιδρώ 3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα δρώμενα α) θεατρική παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμα β) θρησκευτικές τελετές αρχ. 1. πράττω, ενεργώ, κατορθώνω 2. προσφέρω θυσία, τελώ μυστικές ιεροτελεστίες 3. κάνω… … Dictionary of Greek
επιδειξιμανία — και επιδειξιομανία, η ψυχοπαθολογική κατάσταση κατά την οποία ο πάσχων παρορμάται να επιδεικνύει στους άλλους τα γεννητικά του όργανα … Dictionary of Greek
ερημοφοβία — η ιατρ. ψυχοπαθολογική κατάσταση κατά την οποία ο πάσχων καταλαμβάνεται από αγωνιώδη φόβο μόλις βρεθεί σε έρημο, ανοικτό χώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + φοβία] … Dictionary of Greek